- ταύρειος
- ταύρειοςof bullsmasc nom sgταύρειοςof bullsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταύρειος — α, ο / ταύρειος, εία, ον, ΝΜΑ, και ταύριος, ον και ταύρεος, έα, ον και ποιητ. τ. θηλ. ταυρείη Α [ταῡρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ταύρο ή προέρχεται από ταύρο, βοδινός, βοϊδήσιος (α. «ταύρειο δέρμα» β. «ταύρεια κέρατα», Σοφ.) μσν. το θηλ … Dictionary of Greek
ταύρειον — ταύρειος of bulls masc acc sg ταύρειος of bulls neut nom/voc/acc sg ταύρειος of bulls masc/fem acc sg ταύρειος of bulls neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυρείων — ταύρειος of bulls fem gen pl ταύρειος of bulls masc/neut gen pl ταύρειος of bulls masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυρείοιο — ταύρειος of bulls masc/neut gen sg (epic) ταύρειος of bulls masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυρείοις — ταύρειος of bulls masc/neut dat pl ταύρειος of bulls masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυρείοισι — ταύρειος of bulls masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ταύρειος of bulls masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυρείου — ταύρειος of bulls masc/neut gen sg ταύρειος of bulls masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυρείους — ταύρειος of bulls masc acc pl ταύρειος of bulls masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυρείῳ — ταύρειος of bulls masc/neut dat sg ταύρειος of bulls masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρεια — ταύρειος of bulls neut nom/voc/acc pl ταύρειος of bulls neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)